- προχειρισμός
- ὁ, Α [προχειρίζω]1. το να γίνεται, να επιτελείται κάτι («προχειρισμὸς τῆς δημιουργίας», Δαμασκ.)2. (σχετικά με υπάλληλο) διορισμός3. φρ. «οἱ ἐν προχειρισμῷ» — οι νεοσύλλεκτοι που ασκούνται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχειρισμοῦ — προχειρισμός recruits in training masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχειρισμόν — προχειρισμός recruits in training masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)